- ατμήλατος
- -η, -οατμοκίνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + -ηλατος < ελαύνωΗ λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατμήρης — ες ατμήλατος, ατμοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ήρης < αραρίσκω (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης). Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Λάτρη] … Dictionary of Greek
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek